σεβαστός

σεβαστός
σεβαστός, ή, όν,
A venerable, reverend, august,

πρᾶγμα D.H.2.75

; θεοί, prob. of deified Emperors, IG7.2233 ([place name] Thisbe), cf. SIG820.6 (Ephesus, i A.D.).
II = Lat. Augustus, Str.3.3.8, 12.8.16, Act.Ap.25.21, Paus.3.11.4, Hdn.2.10.9, etc.;

Καίσαρος Σ. θεοῦ Luc. Macr.21

, cf. 17; ἐπὶ τοῦ πρώτου Σ. in the time of the first Emperor, Id.Laps.18;

κατὰ τὸν Σ. μάλιστα Id.Salt.34

, etc.; fem. Σεβαστή, = Augusta, Wilcken Chr.14 ii 7 (i A.D.), etc., cf.Σεβαστιάς; joined with Αὔγουστος, -ούστη, CIG3770 ([place name] Nicomedia).
2 name of month, Augustus, in Egyptian calendars,= Thoth, Yale Classical Studies 2.242; in Phrygia and elsewhere, IGRom.4.536, etc.
3 σεβαστή, ἡ (sc. ἡμέρα), the Emperor's day, the day on which his birthday or accession day was celebrated every month, OGI658 (Egypt, i B.C.), POxy.288.32 (i A.D.), PMich.Teb.123r iv 30 (i A.D.), etc.
4 Σεβαστά, τά,=

Σεβαστεῖα 11

, CIG2810b.13 (p.1112) ([place name] Aphrodisias), cf. IG 3.129, 14.748, SIG1065.5 (Cos, i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σεβαστός — venerable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

  • σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”